δᾳδηφόρος

δᾳδηφόρος
δᾳδηφόρος, ον,
A torch-bearing, epith. of κόρη, App.Anth.1.266c ([place name] Eleusis).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δαδηφόρος — δᾳδηφόρος, η (Α) αυτή που κρατά δάδα (επίθετο τής Περσεφόνης). [ΕΤΥΜΟΛ. < δᾴς (δᾳδός) + φόρος < φέρω. Το συνδετικό φωνήεν η οφείλεται σε μετρικούς λόγους (αποφυγή αλλεπάλληλων βραχέων πρβλ. ασπιδηφόρος)] …   Dictionary of Greek

  • δαιδηφόρου — δᾳδηφόρος torch bearing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”